- ἀρχίβουλος
- ἀρχί-βουλος, ον,A chief in council, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρχίβουλος — chief in council masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρχίβουλος — (3ος αι. π.Χ.). Λυρικός ποιητής. Θηβαίος ή Θηραίος, δάσκαλος του Ευφορίωνα και εφευρέτης δικού του λυρικού μέτρου, του αρχιβουλείου … Dictionary of Greek